υπαρξιστικός

υπαρξιστικός
-ή, -ό, Ν [υπαρξιστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπαρξισμό ή στον υπαρξιστή («υπαρξιστική φιλοσοφία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπαρξιστικός, -ή — ό που έχει σχέση με τον υπαρξιστή ή τον υπαρξισμό (βλ. λ.): Υπαρξιστική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”